ΕΔΩ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΓΝΩΣΤΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Του γιοφυριού της Άρτας


Σαράντα πέντε μάστοροι κ’ εξήντα μαθητάδες
Γιοφύρι νεθεμέλιωναν ’ς της Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο ’ς τους κόπους μας, κρίμα ’ς τις δουλεψαίς μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμειέται».
Πουλάκι εδιάβη κ’ έκατσε ναντίκρυ ’ς το ποτάμι,
δεν εκελάιδε σαν πουλί, μηδέ σα χιλιδόνι,
παρά εκελάιδε κ’ έλεγε, μ’ ανθρωπινή λαλίτσα:

«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει.
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ’ αποταχύ, και πάρωρα το γιόμα».

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνά της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:
Αργά ντυθή, αργά αλλαχτή, αργά να πάη το γιόμα,
αργά να πάη και να διαβή της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε, κι’ αλλιώς επήγε κ’ είπε:
«Γοργά ντυσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβής της Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κ’ εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι’ από κοντά τους λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κ’ είναι βαργωμισμένος»;
«Το δαχτυλίδι τόπεσε ’ς την πρώτη την καμάρα,
Και ποιος να μπη και ποιος να βγη το δαχτυλίδι να βρη»;
«Μάστορα, μην πικραίνεσα κ’ εγώ να πα’ σ’ το φέρω,
εγώ να μπω, κ’ εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να ’βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ ’ς τη μέσ’ επήγε,
«Τραύα, καλέ μ’, τον άλυσο, τραύα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ηύρα».
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι’ άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι’ ο πρωτομάστορας και ρήχνει μέγα λίθο.

«Αλίμονο ’ς τη μοίρα μας, κρίμα ’ς το ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κ’ οι τρεις κακογραμμέναις,
η μιά ’χτισε το Δούναβη, κ’ η άλλη τον Αφράτη
κ’ εγώ η πιλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμη το γιοφύρι,
κι’ ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάταις».

«Κόρη το λόγον άλλαξε, κι’ άλλη κατάρα δώσε,
Πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχη και περάση».
Κι’ αυτή το λόγον άλλαξε, κι’ άλλη κατάρα δίνει:
«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμη το γιοφύρι,
κι’ αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάταις,
τι έχω αδερφό ’ς την ξενιτειά, μη λάχη και περάση».

Δημοτικό

Σχολιασμός του Γιάννη Δασκαλόπουλου

Κατάλογος Ελλήνων Ποιητών (στη Βικιπαίδεια)

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Περαστικές


Γυναίκες που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα – και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Κώστας Ουράνης

Ποιήματα του Κώστα Ουράνη στο Διαδίκτυο

Κατάλογος Ελλήνων Ποιητών (στη Βικιπαίδεια)

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Διονύσου πλους


1

Η έκτασις του αχανούς
Αιγαίου εκοιμάτο,
κ΄ έβλεπες δυο ουρανούς·
ο είς ην άνω κυανούς
γλαυκός ο άλλος κάτω.

2

Αι διαλείπουσαι πνοαί
του έαρος εφύσων
αμφίβολοι και αραιαί·
μακράν δ΄εφαίνοντ΄ ως σκιαί
αι κορυφαί των νήσων.

3

Η δύσις, πύλη φλογερά,
λαμπράς αντανακλάσεις
ηκόντιζεν εις τα νερά,
ως αν ενέμοντο πυρά
την πλάκα της θαλάσσης.

4

Αλλ΄ όπου νότος εις γλαυκάς
ταινίας την ερρίκνου,
τι ήτον; όρνις ή ολκάς,
η τις ετάνυεν λευκάς
τας πτέρυγας ως κύκνου.

5

Ητο ολκάς ουχί πτηνόν·
ως δ΄ έφθασεν πλησίον,
μέλαν εφαίνετο βουνόν,
και τον ιστόν του Τυρρηνών
εκόσμει επισείων.

6

Μόλις επλήνθουν αργυροί
αφροί περί την τρόπιν,
κ΄ ενόεις ότι προχωρεί,
διότι έσχιζεν ευρύ
το ίχνος του κατόπιν.

7

Οι ναύται, ηλιοκαείς
κινούντες μυς ευτόνους,
διήρμοζον μετά βοής
το ακροκέραιον ο εις
ο άλλος τας προτόνους.

8

Άλλος ορθός εις τον ιστόν
τον πόντον κατεσκόπει·
κ΄ εις την φωνήν των κελευστών
έπληττεν άργυρον ρευστόν
μετά ρυθμού η κώπη.

9

Ην το κατάστρωμα ευρύ,
πλήρης ανδρών η πρύμνη·
βήμα την έκρουε βαρύ·
αντήχουν άγριοι χοροί
και εναλίων ύμνοι.

10

Εις δε την πρώραν απαλώς
εις δέρματα Πανθήρων
νεος κατέκειτο καλός,
εις τον βραχίον΄ αμελώς
τα σώμα υπεγείρων.

11

Χιτώνα είχε κροκωτόν
μετά χρυσών αμμάτων.
Πλην καταρρέων ο χιτών,
γυμνόν κατέλιπεν αυτόν
επάνω των γονάτων.

12

Σπανία ην η καλονή
αυτου του νεανίου.
μάλλον εφαίνετο γυνή,
έχουσα όψιν ευγενή
και πλήρη μεγαλείου.

13

Χρυσούν εκράτει αφ΄ ενός
περίγλυφον κρατήρα,
και με θωπεύματα κυνός
ωραία τίγρις ταπεινώς
τω έλειχε την χείρα.

14

Επι της άλλης δε χειρός
προσέκλινεν ηρέμα
νεάνις, κρίνος ανθηρός,
και εις το βλέμμα της πυρός
αυτός προσήλου βλέμμα.

15

Ποία εντέλεια! Εικών
εφαίνετο μαρμάρου,
θαύμα της τέχνης γλυπτικόν,
αλλ΄ ως αυτή δεν ην λευκόν
το μάρμαρον της Πάρου.

16

Των δροσερών της παρειών
ωμοίαζον τα κάλλη
το ρόδον το ερυθριών,
όταν στιβάζεται χιών
κ΄ εις την χιόνα θάλλη.

17

Επί τους ώμους της χυτή
κατέρρεεν η κόμη·
ως η σελήνη δ΄ ορατή
εις χρυσά νέφη, εν αυτή
υπέλαμπον οι ώμοι.

.................................................................................
.................................................................................

90

»Ήλθες, σε είδα, και χαράς
κατεπληρώθ΄ η φύσις.
Άστρον του βίου μου, περάς.
Πριν δύσης μη με παροράς.
Δος θάνατον πριν δύσης.

91

»Ερρόφησα ό,τι γλυκύ
της κύλικος του βίου,
σταγόνα έρωτος· αρκεί.
Τι αν ο βίος διαρκεί
αιώνας μαρτυρίου;

92

»Συ ο Θεός, θα κατοικής
επάνω του αιθέρος,
όπου ο βίος ο γλυκύς,
αι τέρψεις αι διηνεκείς,
των θεαινών ο έρως.

93

»Ταχύς δε τάφος εις εμέ
και αιωνία λήθη».
- «Εις σε αθάνατοι στιγμαί
και επουράνιοι τιμαί»,
εκείνος απεκρίθη.

94

«Τι προς εμέ και οι θεοί
και η αθανασία;
Αθανασία μοι συ ει.
Μακράν σου η μακρά ζωή
μακρά απελπισία.

95

-«Ή θεν΄ ανέλθης μετ΄εμού
πλησίον των Μακάρων,
ή εις του μαύρου ποταμού
το ρεύμα πλέοντας ομού
θα μας δεχθή ο Χάρων.

96

»Πλήν θάρρει. Μετά των θεών,
όπου το θάλλον θέρος,
όπου ο άδυτος αιών,
και όπου φως χωρίς σκιών,
χωρίς δακρύων έρως.

97

»Εκεί το κάλλος σου θ΄ανθή
μετά των λαμπροτέρων
κ΄ η κόμη αύτη η ξανθή
εις τους αιθέρας θ΄απλωθή
ως πλόκαμος αστέρων».

98

Γη, ουρανός, το παν γελά
ενόσω τη ωμίλει·
και εις τα χείλη τ΄ απαλά
εις μέθην έρωτος κολλά
τ΄ αμβρόσιά του χείλη.

99

Η νέα κόρη ιλιγγιά,
Της γής εκλείσ΄ η θέα
την περιέβαλεν σκιά,
και εις τον Όλυμπον Θεά
ενεθρονίσθη νέα.

100

Φωνή ηκούσθη ν΄ αναβή
εκ λόφων και θαλάσσης,
και έψαλλεν· «Ευάν ευοί!
Τοιαύτ΄ η θεία αμοιβή
κ΄ αι των θεών κολάσεις!»

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Ολόκληρο το ποίημα "Διονύσου πλους", του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή

Κατάλογος Ελλήνων Ποιητών (στη Βικιπαίδεια)

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Σ' αγαπώ


Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου.

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι.

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι.

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;

Μυρτιώτισσα

Κατάλογος Ελλήνων Ποιητών (στη Βικιπαίδεια)

Locations of Site Visitors